- ἀργιπόδης
- ἀργῐ-πόδης, ου, [dialect] Dor. [suff] ἄργῐ-ας, ὁ, = sq.,A
χίμαρος AP6.299
(Phan.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χίμαρος AP6.299
(Phan.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αργιπόδης — ἀργιπόδης, ο (Α) αυτός που έχει λευκά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + πόδης < πους, ποδός (πρβλ. ωκυπόδης, αιγοπόδης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἀργιπόδαν — ἀργιπόδᾱν , ἀργιπόδης masc acc sg (epic doric aeolic) ἀργιπόδης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργι- — με τη μορφή αργι εμφανίζεται ως α συνθετικό αρχαίων σύνθετων λέξεων το ομηρ. επίθετο αργός* (Ι), κυρίως με τη σημασία «στιλπνός, λαμπρός» (πρβλ. αργικέραυνος) αλλά και με τη σημασία «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. αργίπους). Εντύπωση στη σύνθεση… … Dictionary of Greek
δίποδης — δίποδης, ο (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δύο ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πόδης < πους, ποδός (πρβλ. αργιπόδης, ωκυπόδης)] … Dictionary of Greek